- υπεπιμοριος
- ὑπεπιμόριοςὑπ-επιμόριος2мат. находящийся в обратном отношении (sc. ἀριθμός Arst.; так, напр., если 3 есть ἐπιμόριος по отношению к 2, то 2 есть ὑ. по отношению к 3)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπεπιμόριος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεπιμόριος — και ὑποεπιμόριος, ον, Α (για αριθμό) αντίστροφος τού ἐπιμόριος*, που παριστάνεται με το κλάσμα x/x 1 ως αντίστροφο τού x 1/x. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐπιμόριος «αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα»] … Dictionary of Greek
ὑπεπιμόριον — ὑπεπιμόριος masc/fem acc sg ὑπεπιμόριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεπιμορίου — ὑπεπιμόριος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεπιμορίους — ὑπεπιμόριος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεπιμόριοι — ὑπεπιμόριος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεπιμερής — και ὑποεπιμερής, ές, Α (για αριθμό) αντίστροφος τού επιμερούς, υπεπιμόριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐπιμερής «αριθμός που περιέχει ακέραιο και κλάσμα»] … Dictionary of Greek
υποεπιμόριος — ον, Α βλ. ὑπεπιμόριος … Dictionary of Greek